- χατιρικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά αυτός που γίνεται για χάρη κάποιου, ρουσφετολογικός, χαριστικός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χατιρικός — ή, ό, Ν [χατίρι] αυτός που γίνεται για χατίρι, για εξυπηρέτηση, ως χάρη. επίρρ... χατιρικώς και χατιρικά Ν με χατίρι ή για χατίρι … Dictionary of Greek
χατιρικώς — και χατιρικά Ν επίρρ. βλ. χατιρικός … Dictionary of Greek
χαριστικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που γίνεται για χάρη ή εξυπηρέτηση, χατιρικός, ευνοϊκός. 2. μεροληπτικός: Η στάση των δικαστών ήταν χαριστική. 3. στη γραμματική, ο όρος «δοτική χαριστική», δηλώνει ότι γίνεται κάτι για χάρη κάποιου. 4. το ουδ. πληθ. ως ουσ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)